συγχειροπονώ

συγχειροπονώ
-έω, Α
εκτελώ χειρωνακτική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χείρ, χειρός + -πονῶ (< -πόνος < πόνος «κόπος, μόχθος»), πρβλ. προσ-φιλο-πονῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”